- γεινόμεθα
- γείνομαιyaor subj mid 1st pl (epic)γείνομαιypres ind mp 1st plγείνομαιyimperf ind mp 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεινόμεθ' — γεινόμεθα , γείνομαι y aor subj mid 1st pl (epic) γεινόμεθα , γείνομαι y pres ind mp 1st pl γεινόμεθα , γείνομαι y imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείνομαι — (Α) 1. γεννιέμαι 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) γεννώ, φέρνω στον κόσμο (για πατέρα, μητέρα ή την πατρίδα) (α. οἱ γεινάμενοι οι γονείς β. ὁ γεινάμενος ο πατέρας γ. ἡ γειναμένη η μητέρα δ. «πατρίς ἥ μ ἐγείνατο» η πατρίδα που μέ γέννησε, Ευρ.) 3. (για… … Dictionary of Greek